16.10.15

Μια παράξενη μέρα

Από την ώρα που έκλεισε την πόρτα του ταξί ένιωθε περίεργα. Μια διαίσθηση, ένα προαίσθημα, κάτι δεν της πήγαινε καλά εκείνη την συγκεκριμένη Παρασκευή. Άλλα δεν έδωσε και πολύ σημασία. Εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που αγνοούσε το ένστικτό της. Παρόλο που αυτό την είχε δικαιώσει αμέτρητες φορές, η Ζωή συνέχιζε να πιστεύει ή μάλλον να μην πιστεύει στις ιδιαίτερες δυνατότητές του. Τι κι αν είχε ψιθυριστά ξεστομίσει σε πολλές περιπτώσεις «φτού γαμώτο, αφού το ήξερα πως θα γίνει έτσι, γιατί το άφησα;», παρόλα αυτά επέμενε να αγνοεί πεισματικά το εσωτερικό της σύστημα ασφαλείας και να κλείνει τα αυτιά της σε όλους τους συναγερμούς που σφύριζαν επίμονα. 
Το ταξί σταμάτησε έξω από τη γυάλινη εξώπορτα του γυάλινου κτηρίου της οδού Κηφισίας. Άλλη μια μέρα στη δουλειά, αλλά ευτυχώς ήταν Παρασκευή. «Τι χαζή ευχή», σκέφτηκε «να παρακαλάμε, κάθε μέρα να περάσει όσο γίνεται γρηγορότερα για να έρθει το Σαββατοκύριακο. Να ζητάμε από το χρόνο να μας προσπερνάει. Πόσο χαζό αλήθεια». Μπήκε στο γραφείο και βιαστικά άνοιξε τον υπολογιστή της και το τετράδιο με τις εκκρεμότητες της ημέρας.
Μέσα στην παραζάλη του υπολογιστή, των τηλεφωνημάτων και των επαγγελματικών συναντήσεων, η Ζωή ξέχασε τελείως το πρωινό της προαίσθημα. Όλα κυλούσαν όπως πάντα μέσα στο γραφείο και η ευχή της για να περάσει γρήγορα και αυτή η μέρα, εκπληρώθηκε χωρίς καν να το καταλάβει. Έξι και τέταρτο η ώρα, πατάει το shut down στον υπολογιστή της και ετοιμάζεται να φύγει. Επιτέλους Σαββατοκύριακο! Τη θέση της πρωινής κατήφειας, έρχεται να πάρει μια ανεβασμένη και όλο αισιοδοξία διάθεση. Μπαίνει στο γραφείο η γραμματέας του αφεντικού. «Πριν φύγεις, θέλει να σε δει», λέει στη Ζωή με συνωμοτικό ύφος και χάνεται το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε.
Ένα ανεπαίσθητο ρίγος διαπέρασε το κορμί της. Δύο χρόνια τώρα σε αυτή την εταιρεία και ποτέ το αφεντικό δε ζήτησε να τη δει κατ’ ιδίαν. Το μόνο που σκέφτεται η Ζωή, είναι πως θα θέλει να τη συγχαρεί για την πολύ καλή δουλειά που κάνει. Άλλωστε το έχει κάνει πολλές φορές και μάλιστα μπροστά σε όλους τους συναδέλφους της. Ίσως μάλιστα, να της ανακοινώσει και κάποια αύξηση, τολμά με μεγάλο θράσος να σκεφτεί. Το πρωινό κακό προαίσθημα βουλιάζει ακόμη περισσότερο στην άβυσσο του μυαλού της και πίδακες αισιοδοξίας αρχίζουν να ξεπηδούν από κάθε γωνιά της σκέψης της.
Μπαίνει με αέρα άνεσης και σιγουριάς μέσα στο γραφείο του αφεντικού και κλείνει την πόρτα πίσω της. Κάθεται στην καρέκλα μπροστά από το γυάλινο γραφείο και χαμογελώντας λέει: «Με ζητήσατε;». Το αφεντικό της την κοιτάζει με ένα σφιγμένο χαμόγελο και αρχίζει το γνωστό λογύδριο που όλοι όσοι εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, το έχουν ακούσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή τους. «Ζωή, είμαστε πολύ ευχαριστημένοι από σένα και τη δουλειά σου εδώ αλλά δυστυχώς όπως ξέρεις οι οικονομικές συνθήκες πλέον έχουν αλλάξει. Η οικονομική κρίση μας έχει επηρεάσει κι εμάς πολύ έντονα και…», «ά βέβαια, η οικονομική κρίση, είχα ξεχάσει πως πλέον ήταν η νέα δικαιολογία για όλα» σκέφτηκε η Ζωή ενώ το αφεντικό της συνέχιζε το ατελείωτο μανιφέστο του για τα λεφτά, την κατάσταση της χώρας και το προσωπικό του δράμα ως ενός ακόμα θύματος της κρίσης.
Στην πραγματικότητα όμως, η Ζωή ήταν το θύμα. Σε άλλη περίπτωση δεν θα την ένοιαζε και πολύ μια απόλυση. Θα το έβλεπε σαν μια τέλεια ευκαιρία για ξεκούραση και ανανέωση. Τώρα όμως ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Η οικονομική της κατάσταση ήταν στα χειρότερά της, δε είχε βοήθεια από πουθενά και ήξερε πως η εύρεση μια νέας δουλειάς θα ήταν κάτι εξαιρετικά δύσκολο, όχι μόνο λόγο της γενικότερης κατάστασης που είχε εκτοξεύσει την ανεργία στα ύψη, αλλά κι επειδή ήταν γυναίκα, ανύπαντρη και 35 ετών. Ένα τρίπτυχο που στην ελληνική αγορά εργασίας ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές.
Οι ανασφάλειες άρχισαν να διογκώνονται στο κεφάλι της κι ένα κύμα απελπισίας την τύλιξε. Μπροστά στα μάτια της όλα άρχισαν να διαλύονται. Το γυάλινο γραφείο του διευθυντή γίνεται χίλια κομμάτια και η Ζωή τρέχει να γλιτώσει. Φτάνει στην εξώπορτα και η γυάλινη πόρτα θρυμματίζεται κι αυτή εκτοξεύοντας μικρά κοφτερά διάφανα κομμάτια. Ολόκληρο το γυάλινο κτήριο της οδού Κηφισίας σωριάζεται σαν πύργος από άμμο. «Όλα τέλειωσαν, είμαι χαμένη από χέρι τώρα» σκέφτεται καθώς σηκώνει το χέρι της να σταματήσει το ταξί που πλησιάζει. Μα το ταξί την προσπερνάει χωρίς καν να ελαττώσει ταχύτητα. «Μα αφού δεν έχεις κανέναν εκεί μέσα» του φωνάζει νευριασμένα η Ζωή.
Κάθεται στην άκρη του πεζοδρομίου και ανάβει ένα τσιγάρο. «Όλα στραβά μου πάνε» σκέφτεται. «Το μόνο που είχα να στηρίζομαι ήταν η δουλειά μου και τώρα πάει κι αυτή. Τι άλλο θα μου συμβεί πια; Είμαι 35 χρονών, μόνη μου, οι φίλοι μου δικαιολογούν πλέον τη βαρεμάρα τους πίσω από την οικογένεια και τις υποχρεώσεις  και τώρα είμαι και άνεργη. Τέλεια!»
Παίρνει μια μεγάλη ρουφηξιά από το τσιγάρο της και ξεφυσάει προσπαθώντας να βγάλει από μέσα της όχι μόνο τον καπνό άλλα και όλα όσα τη βαραίνουν. Ένα ταξί σταματάει μπροστά της και κατεβάζει το παράθυρο του συνοδηγού. «Είσαι καλά; Μήπως θέλεις να σε πάω κάπου;» ακούγεται από μέσα μια ευγενική φωνή. Η Ζωή σηκώνεται μηχανικά, ανοίγει την πόρτα και βυθίζεται στο πίσω κάθισμα. Τραβάει άλλη μια μεγάλη ρουφηξιά από το τσιγάρο της και το πετάει έξω από το παράθυρο, κρατώντας το βλέμμα της καρφωμένο πάνω στην τροχιά του, πριν αυτό προσγειωθεί στην άκρη του δρόμου παρέα με τα υπόλοιπα αποτσίγαρα. Μένει για μερικά δευτερόλεπτα ακόμη προσηλωμένη εκεί, στην άκρη της ασφάλτου, μέχρι που η ευγενική φωνή την τραβάει για ακόμη μία φορά από τη λήθη της. «Που θέλεις να πας;». «Ξεκίνα και θα σου πω» απαντάει η Ζωή και σκέφτεται πως μπορεί τελικά να μην ξέρει που θέλει να πάει. Πως, όπως πολλοί άλλοι, ξεκίνησε κι αυτή προς άλλο προορισμό αλλά τα κύματα και τα ρεύματα την παρέσυραν σε άλλη ρότα. Και τώρα τι να κάνει; Είναι σχεδόν στα μισά του ταξιδιού της και της φαντάζει ακατόρθωτο, σχεδόν απατηλό να μπορέσει να στρίψει το τιμόνι της ζωής της και να κατευθυνθεί προς τα εκεί που λαχταράει η ψυχή της. Όλα φαίνονται τόσο δύσκολα.
«Δεν θέλω να φανώ αδιάκριτος, αλλά μοιάζεις σαν σου συνέβη κάτι πολύ σοβαρό» διακόπτει για πολλοστή φορά τη σκέψη της η ευγενική φωνή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Ζωή δεν είχε προσέξει καν το πρόσωπο που βρισκόταν πίσω από αυτή τη φωνή. Σηκώνοντας το βλέμμα της αντίκρισε ένα νεαρό πρόσωπο που τα γένια του προσέδιδαν μια αρρενωπή αγριάδα αλλά τα γκρίζα μάτια του πρόδιδαν μια ασυνήθιστη ευγένεια. «Μόλις απολύθηκα» μουρμούρισε με ξεψυχισμένη φωνή και γύρισε το βλέμμα της στο παράθυρο. «Ξέρω πως νιώθεις. Κι εγώ απολυμένος είμαι. Το ταξί είναι ενός φίλου και επειδή είναι άρρωστος εδώ και δυο βδομάδες, του αναπληρώνω τη βάρδια για να μη χάσει το μεροκάματο. Λεφτά δε βγάζω αλλά σκέφτηκα πως αντί να κάθομαι σπίτι και να κλαίω τη μοίρα μου μέχρι να βρω τι θα κάνω, να βγω έξω, να συνεχίσω να βλέπω ανθρώπους, να συνεχίσω να ζω. Δεν θα τα βάψω και μαύρα.» Η Ζωή του έριξε μια καχύποπτη και εκνευρισμένη ματιά. Στα λόγια του διέκρινε μια κριτική. Μια κριτική για αυτήν. Ποιος του ζήτησε συμπαράσταση; Ποιος του ζήτησε τη γνώμη του; «Δεν είναι μόνο το ότι έχασα τη δουλειά μου, είναι κι άλλα» του είπε σχεδόν σαρκαστικά. «Ναι, ξέρω. Έτσι είναι. Ενός κακού μύρια έπονται. Νιώθεις πως όλα σου πάνε στραβά και αναρωτιέσαι γιατί όλο το σύμπαν συνωμοτεί εναντίον σου ε;» Αυτό πήγαινε πολύ πλέον. Δεν ήταν αναγκασμένη να κάθεται και να ακούει τις ειρωνείες ενός αγνώστου. «Σταμάτα εδώ» του είπε εντελώς ξαφνικά. Είχε δει το σταθμό του μετρό λίγα μέτρα πιο πίσω. Κατέβηκε από το ταξί και έσκυψε στο παράθυρο για να πληρώσει. Ο ευγενικός νεαρός της χαμογέλασε και καθώς έκανε να φύγει της φώναξε «Εμπιστεύσου τη ζωή και μπορεί να σε εκπλήξει ευχάριστα!».
Κατέβηκε τις κυλιόμενες σκάλες του σταθμού, τάισε με ψιλά το μηχάνημα για να βγάλει εισιτήριο και στάθηκε στην αποβάθρα σκεπτόμενη τα λόγια του νεαρού οδηγού. «Θα με εκπλήξει η ζωή… με εξέπληξε ήδη αρκετά, δεν θέλω άλλο, ευχαριστώ» μουρμούρισε καθώς κοίταζε τον πίνακα με τα λεπτά άφιξης του συρμού. Δυο λεπτά, ένα λεπτό. Φτάνει το τρένο. Μπαίνει στο βαγόνι και κάθεται όρθια πλάι την πόρτα. Το μετρό ξεκινάει. Ξαφνικά ένα διαπεραστικό γρύλλισμα και ένα απότομο φρενάρισμα πιέζει το κορμί της από την ώθηση. Προσπαθώντας να συνέλθει από το σοκ, σηκώνει τα μάτια της και έντρομη αντικρίζει έναν άντρα, που εκείνη τη στιγμή της φάνηκε σαν γίγαντας, να παρασύρεται κατά πάνω της. Τον κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια μη μπορώντας να αντιδράσει κι ετοιμάζεται για τη σύγκρουση. Τελευταία στιγμή όμως, ο άντρας πιάνεται από μια χειρολαβή και σταματάει την πορεία πρόσκρουσης που είχε πάρει το σώμα του. Σταματάει πέντε εκατοστά μπροστά της. Αυτή συνεχίζει να τον κοιτάζει έντρομη παρόλο που ξέρει πως τη γλίτωσε. Με το που ηρεμεί και καταλαβαίνει πως όλα είναι καλά, παρατηρεί καλύτερα αυτόν που μέχρι εκείνη τη στιγμή της φάνταζε γίγαντας. Είναι ένα ψηλό παλικάρι, με ωραία κορμοστασιά και γεροδεμένες πλάτες που την κοιτάζει με ένα πλατύ και συγκαταβατικό χαμόγελο. «Σε τρόμαξα;» τη ρωτάει. «Συγνώμη αλλά ήταν πολύ απότομο το φρενάρισμα». «Η αλήθεια είναι ότι τρομοκρατήθηκα έτσι όπως σε είδα να έρχεσαι κατά πάνω μου αλλά εντάξει, όλα καλά» του απαντάει η Ζωή, ενώ ταυτόχρονα νιώθει μια υγρή αίσθηση στην περιοχή της κοιλιάς της. «Μα τι στο καλό…» κάνει να κοιτάξει την μπλούζα της και βλέπει έναν απλωμένο μαύρο λεκέ που είχε ποτίσει όλη την μπροστινή μεριά της μπλούζας της και είχε σκορπίσει μερικές σταγόνες και στο παντελόνι της. Ο τρόμος επανήλθε στα μάτια της, μαζί με την απορία. Ο ψηλός νεαρός την κοίταξε με ένα βλέμμα απολογητικό «πω πω χίλια συγνώμη. Με το τράνταγμα φαίνεται άνοιξε το μπουκαλάκι με το μελάνι και χύθηκε έξω από την σακούλα». Η Ζωή κοίταξε ψηλά και αναφώνησε «Πλάκα μου κάνεις!». «Αισθάνομαι πολύ άσχημα» συνέχισε ο νεαρός «έχω το αυτοκίνητό μου παρκαρισμένο στον Ευαγγελισμό. Θα σε πάω εγώ όπου θέλεις». Η Ζωή τον κοίταξε σαν παραπονεμένο κουτάβι και ξέσπασε σε κλάματα. «Μην κάνεις έτσι σε παρακαλώ. Καταλαβαίνω πως μπορεί αυτή να ήταν η αγαπημένη σου μπλούζα. Σου υπόσχομαι να ψάξω να σου πάρω ακριβώς την ίδια. Βέβαια μπορεί να έχεις κάποιο ραντεβού τώρα κι εγώ με όλο αυτό να σε κάνω να καθυστερήσεις. Αχ συγνώμη, αλήθεια αισθάνομαι πολύ άσχημα» και καθώς ο νεαρός συνέχιζε να μιλάει νευρικά και ακατάπαυστα, η Ζωή σταμάτησε τα κλάματα και ξέσπασε σε γέλια. Της φάνηκε αστείο αλλά και συγκινητικό όλο αυτό το απολογητικό παραλήρημα ενός εντελώς αγνώστου μέσα στο μετρό, εκεί που συνήθως σε σπρώχνουν, σε πατάνε, σε κλωτσάνε και σε βρίζουν κι από πάνω επειδή τους καθυστερείς.  
Κατέβηκαν στη στάση του Ευαγγελισμού και προχώρησαν προς το αυτοκίνητο. Σε άλλη περίπτωση ούτε καν θα σκεφτόταν να ακολουθήσει έναν άγνωστο άνθρωπο στο αυτοκίνητό του. Άλλα η σημερινή μέρα, ξεδίπλωνε συνεχώς νέες πτυχές και η Ζωή ένιωθε μαγνητισμένη σε κάθε μία από αυτές και ανήμπορη να κάνει ο,τιδήποτε άλλο από να τις εξερευνήσει. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και του υπέδειξε το Παλαιό Φάληρο ως προορισμό. Στην αρχή της διαδρομής ήταν αμίλητη. Έκανε μια αναδρομή στη σημερινή μέρα και σε όσα αυτή της είχε σερβίρει. Ο μαύρος καπνός της απελπισίας και της απογοήτευσης άρχισε να την τυλίγει και πάλι. Αλλά με το που βγήκαν στην παραλιακή λεωφόρο και αντίκρισε την καταγάλανη θάλασσα και τον λαμπερό ήλιο, συνειδητοποίησε πόσο όμορφη μέρα ήταν. Τα μάτια της έλαμψαν κι ένα αμυδρό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της. «Τι ωραία μέρα» είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Ναι, όντως, δεν είναι;» απάντησε ο νεαρός που μέχρι εκείνη τη στιγμή εκτελούσε σιωπηλός τα καθήκοντά του ως σωφέρ και δεν απεύθυνε κουβέντα στη Ζωή, σεβόμενος την προφανή ανάγκη της να βυθιστεί στις σκέψεις της. «Εγώ λέω να σε κεράσω έναν καφέ κάτω από τον ήλιο, σαν μια μικρή ένδειξη συγνώμης». «Ναι, θα ήθελα πολύ έναν καφέ δίπλα στη θάλασσα αυτή τη στιγμή» είπε χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από το απέραντο γαλάζιο.
Κάθισαν σε ένα παραλιακό καφέ. Οι ηλιαχτίδες ζέσταιναν το πρόσωπο και τις σκέψεις της. Ένιωσε τη ζεστασιά μέχρι τα βάθη του είναι της. Δεν την ένοιαζε πια ούτε η απόλυσή της, ούτε οι άφαντοι φίλοι της, ούτε το λερωμένο μπλουζάκι της. Κοίταξε για πρώτη φορά στα μάτια τον νεαρό άγνωστο και διέκρινε πως εκτός από ευγενικός, ήταν κι ένας πολύ γοητευτικός άντρας. Και τότε συνειδητοποίησε πως βρισκόταν τόση ώρα με έναν άνθρωπο που δεν ήξερε καν το όνομά του. «Πως σε λένε;» «Θοδωρή» της απάντησε εκείνος με μια έκδηλη χαρά που επιτέλους του μίλαγε. «Θεόδωρος, Θεού Δώρο ε; Εγώ είμαι η Ζωή». «Κατάλαβα πως πρέπει να ήταν μια δύσκολη μέρα για σένα σήμερα» της είπε κοιτώντας τη τρυφερά. Η Ζωή τον κοίταξε στα μάτια και με τον ήλιο να της καίει το πρόσωπο, ένιωσε την ανάγκη να του ανοίξει την καρδιά της και να του αποκαλύψει όλα αυτά που δεν τόλμαγε να πει φωναχτά ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Του μίλησε για όλα. Για την πρωινή της απόλυση, για τη μοναξιά της, για τους αδιάφορους φίλους, για την απελπισία που την είχε τυλίξει τα τελευταία χρόνια. Πρώτη φορά είχε ανοιχτεί τόσο πολύ σε κάποιον. Ήταν πάντα τόσο περήφανη, που δεν ήθελε να δείχνει ότι έχει κάποιο πρόβλημα ή ότι δεν περνάει καλά. Για όλους ήταν πάντα το χαρούμενο και εύθυμο κορίτσι. Κι όμως, δεν ένιωσε καθόλου εκτεθειμένη, καθόλου ντροπιασμένη που ξετύλιγε τις άσχημες πτυχές της ζωής της σε έναν άγνωστο και σε μια κοινωνία που εάν δεν έχεις την τέλεια επαγγελματική, κοινωνική και προσωπική ζωή μετά από τα τριάντα, τότε μπαίνεις στη λίστα των ανεπιθύμητων.
Με τον Θοδωρή συζήτησαν για ώρες. Την άκουσε με προσοχή και τα μάτια του πρόδιδαν την απόλυτη κατανόηση σε όσα άκουγε. «Καταλαβαίνω γιατί νιώθεις έτσι, αλλά σκέψου πως έτσι όπως η ζωή μας σερβίρει ανεπιθύμητες εκπλήξεις, έτσι μας σερβίρει και τις επιθυμητές. Απρόσμενα. Απλά οι άνθρωποι είμαστε πάντα έτοιμοι να δεχτούμε και να αποδεχτούμε το άσχημο αλλά στεκόμαστε επιφυλακτικά και αρνητικά απέναντι στο καλό. Σκέφτηκες πως όλα αυτά που ζεις τον τελευταίο καιρό, με αποκορύφωμα την σημερινή ημέρα, είναι όλα αυτά που έπρεπε να γίνουν ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για αυτό που θα έρθει στη συνέχεια;»
Η Ζωή προσπαθούσε να κατανοήσει αυτή την αισιοδοξία αλλά της ήταν αδύνατο. Μια σειρά από ατυχή γεγονότα πως μπορούσαν να επιφέρουν ένα ευτυχές γεγονός; Συνέχισε να πίνει τον καφέ της ατενίζοντας τη θάλασσα. Την χαλάρωση του μυαλού της διέκοψε ο ήχος του κινητού της τηλεφώνου. Άγνωστο νούμερο. Δεν είχε όρεξη να μιλήσει σε κανέναν εκείνη την ώρα αλλά αποφάσισε να το σηκώσει από περιέργεια. Στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου ήταν ένας παλιός της συνάδελφος με τον οποίο είχαν να μιλήσουν πάνω από δυο χρόνια. Την ενημέρωνε πως ανοίγει μια δική του επιχείρηση και θα ενδιαφερόταν πολύ να συζητήσουν για μια επικείμενη συνεργασία αν η ίδια είχε ελεύθερο χρόνο, καθώς η συνεργασία τους στο παρελθόν ήταν πολύ καλή. Αφού κανόνισαν να μιλήσουν την επόμενη ημέρα για να κανονίσουν μια συνάντηση από κοντά, έκλεισαν το τηλέφωνο. Η Ζωή σχημάτισε ένα αμυδρό, συγκρατημένο χαμόγελο στα χείλη της. Κοίταξε τον Θοδωρή και κατάλαβε πόσο δίκιο είχε σε όσα της έλεγε πριν λίγο. Μόλις φάνηκε μια μικρή ηλιαχτίδα στη βροχερή μέρα της και αυτή επέμενε να κρατάει την ομπρέλα ανοιχτή. 
Ξαφνικά άκουσε φωνές από πίσω της και μέσα στην οχλαγωγία διέκρινε το όνομα του Θοδωρή. Γύρισε και είδε ένα τσούρμο επτά οχτώ ατόμων να κατευθύνεται προς το τραπέζι τους. Ο Θοδωρής σηκώθηκε και όλο έκπληξη άρχισε να χαιρετάει τη φασαριόζικη παρέα. «Ζωή, από δω να σου συστήσω τους φίλους μου.» Η παρέα απαρτίζονταν από 3 κορίτσια και 4 αγόρια και από την ώρα που κάθισαν στο τραπέζι δεν σταμάτησαν να πειράζονται μεταξύ τους και να γελάνε δυνατά. Αφού παρήγγειλαν, η μία κοπέλα γυρνάει στη Ζωή και της λέει με μια άνεση σαν να τη γνώριζε χρόνια «Επ, τι είναι αυτό; Καινούργια μόδα;» κι έδειξε προς το λεκέ που η Ζωή είχε ξεχάσει εδώ και ώρα. «Τώρα που το λες μάλλον θα το κάνω μόδα. Λιγότερη ταλαιπωρία και με το πλύσιμο» της απάντησε χωρίς καμία ενόχληση. Γέλασαν όλοι μαζί και αισθάνθηκε την ίδια οικειότητα που είχε αισθανθεί και με το Θοδωρή. Ένιωσε να ταιριάζει με αυτούς τους ανθρώπους. Στη συνέχεια ο Θοδωρής τους εξιστόρησε την περίεργη ιστορία τους και όλοι μαζί βάλθηκαν να τους τραβάνε και τους δύο λέγοντας πως μια τέτοια ημέρα θα πρέπει να κλείσει με πολύ ποτό. Η ώρα είχε ήδη πάει εννέα και μισή.
Συνέχισαν για Μικρολίμανο. Στην αρχή η Ζωή σκέφτηκε πως το να πάει για καφέ με λερωμένο μπλουζάκι δεν πείραζε και πολύ. Αλλά για ποτό; Σε μπαρ; Γρήγορα όμως πέταξε αυτή τη σκέψη από το μυαλό της και σκέφτηκε πως τελικά μάλλον αυτός ο λεκές ήταν το γούρι της. Ίσως και να μην έπλενε ποτέ ξανά αυτό το μπλουζάκι. Αφού γύρισαν τρία μπαράκια στη σειρά κάποιος πέταξε την ιδέα να πάνε για χορό. Η Ζωή περνούσε υπέροχα, τόσο υπέροχα όσο είχε πολύ καιρό να περάσει. Ο Θοδωρής δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της όλο το βράδυ και όλη η παρέα της έδειχνε μια ζεστασιά που της ήταν δύσκολο να κατανοήσει.
Αποφάσισε μεμιάς να σταματήσει να προσπαθεί να κατανοήσει, να σταματήσει να σκέφτεται, να σταματήσει να προστατεύεται και να απολαύσει όλες αυτές τις στιγμές χαράς και ευτυχίας που της προσφέρονταν απλόχερα. Αφέθηκε. Τα πειράγματα και τα γέλια δεν είχαν σταματημό και ο Θοδωρής έκανε όλο και πιο έντονη την επιθυμία του να είναι κοντά της. Σε κάποια στιγμή κι ενώ χόρευαν, εντελώς απροσδόκητα, ο Θοδωρής τη φίλησε. Ο έρωτας της ήρθε σίγουρα ουρανοκατέβατος.      
Η ώρα είχε πάει δύο το πρωί. Αποκαμωμένη πια από την κούραση και την ένταση της ημέρας, αποφάσισε πως ήταν ώρα να γυρίσει σπίτι της. Ο Θοδωρής φυσικά προσφέρθηκε να την πάει με το αυτοκίνητό του. Αφού χαιρέτησε την εύθυμη και ζεστή νέα της παρέα, μπήκε στο αυτοκίνητο και σχεδόν αποκοιμήθηκε μέχρι να φτάσουν στο σπίτι. Ο Θοδωρής πάρκαρε πρόχειρα το αμάξι του και τη συνόδευσε μέχρι την εξώπορτα της πολυκατοικίας. «Δεν περίμενα ποτέ πως θα χαιρόμουν τόσο πολύ για μια γνωριμία που έκανα με τόσο παράδοξο τρόπο» της είπε χαμογελώντας. «Ζωή, χαίρομαι που η ζωή σε έφερε στο δρόμο μου» της ψιθύρισε και τη φίλησε τρυφερά.
 Μέσα στην κούραση και τη δυνατή νύστα της, ένιωσε μια τόσο έντονη ευφορία που είχε χρόνια να νιώσει. Τόσα, ώστε είχε ξεχάσει το ίδιο το συναίσθημα. Αφού χαιρέτισε το ίδιο θερμά και υποσχέθηκε πως θα του τηλεφωνούσε την επόμενη κιόλας μέρα, έκλεισε την εξώπορτα της πολυκατοικίας της και ανέβηκε στο διαμέρισμά της.
Αφού έβγαλε από πάνω της τα ρούχα της ημέρας και ξέπλυνε την πόλη από το πρόσωπό της, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Σκέφτηκε πως μέσα σε μια στιγμή είχε αποκτήσει καινούργιους φίλους, καινούργιο σύντροφο και πιθανώς μια καινούργια δουλειά. Και τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί, εάν το συγκεκριμένο πρωί της συγκεκριμένης Παρασκευής δεν είχε απολυθεί. Δεν το πίστευε. Το πίστεψε, γιατί πλέον είχε πίστη. Πίστη στη ζωή και πίστη στη Ζωή. Τα πράγματα μπορεί να είναι δύσκολα πολλές φορές, αλλά τίποτα δεν μένει δύσκολο για πάντα και κάθε προηγούμενο βήμα γίνεται σκαλοπάτι για το επόμενο. Πόσο δίκιο είχε εκείνος ο νεαρός τελικά; «Εμπιστεύσου τη ζωή και μπορεί να σε εκπλήξει ευχάριστα!».

13.8.13

Αεικίνητη, μαγική Νέα Υόρκη!

Ένα υπέροχο video με την ομορφιά της πόλης που δεν κοιμάται ποτέ από τον Ντρου Γκεράτσι της "District 7 Media".


25.7.13

Η Τρομοκρατία της Εργασίας

Το τοπίο στον εργασιακό στίβο έχει αλλάξει πλήρως. Μαζί όμως με τον φόβο της ανεργίας, δυστυχώς ραγδαία αναπτύσσεται και η τρομοκρατία της εργασίας.

Οι νέες συνθήκες, που έχουν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες στους εργοδότες κι έχουν στριμώξει τους όσους εργαζόμενους σε μια μικρή σκοτεινή γωνιά, έχουν οδηγήσει αυτούς τους εργοδότες στην ψευδαίσθηση της απόλυτης εξουσίας, μετατρέποντάς τους σε μίνι δικτάτορες. Το «
αποφασίζομεν και διατάσσομεν» έχει γίνει σλόγκαν και η αντίληψη πως «είσαι υπάλληλός μου, άρα μου ανήκεις, άρα σε κάνω ό,τι θέλω, όπως θέλω και όποτε το θέλω» εδραιώνεται όλο και περισσότερο.


Οι εργαζόμενοι πλέον, δεν στερούνται μόνο τα εργασιακά τους δικαιώματα, αλλά και την ίδια τους την αξιοπρέπεια και ακεραιότητα. Αναγκάζονται να υποκύπτουν στην υποτίμηση και την απαξίωση του όποιου εργοδότη, που πάντα είχε την αντίληψη ότι οι εργαζόμενοι είναι δούλοι, αλλά που τώρα του επιτρέπεται και δια νόμου να την εφαρμόσει. Και όλα αυτά φυσικά υπό το φόβο της απόλυσης.


Θα καταλάβουν άραγε ποτέ οι εργοδότες πως ε ναι λοιπόν, οι εργαζόμενοί τους είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο που έχει η επιχείρησή τους, γιατί χωρίς αυτούς δεν θα έβγαζαν δεκάρα τσακιστή και πως κανένας άνθρωπος δεν αποδίδει με κίνητρο το φόβο;


Θα καταλάβουν άραγε ποτέ πως αν οι εργαζόμενοι είναι καλά, η επιχείρησή τους θα είναι ακόμη καλύτερα και η τσέπη τους ακόμα περισσότερο;


Ή μήπως τελικά η αίσθηση της φαινομενικά απόλυτης εξουσίας πάνω σε ένα ανθρώπινο ον είναι πολύ πιο μεθυστική από έναν γεμάτο τραπεζικό λογαριασμό;


31.5.13

Η Γελοιότητα των διαφημιστικών προτύπων

Η Διαφήμιση πάντα διαστρέβλωνε την πραγματικότητα. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός της. Όταν όμως αυτός ο σκοπός δημιουργεί πρότυπα που όχι μόνο υποβιβάζουν αλλά και θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη, τότε μάλλον θα πρέπει όλοι να το ξανασκεφτούμε πριν επηρρεαστούμε από την εντυπωσιακή καταχώρηση ενός trendy περιοδικού.
Φυσικά η αδικημένη σε όλα αυτά, είναι για πολλοστή φορά η γυναίκα που πάντα παρουσιάζεται από τα media ως αντικείμενο προς χρήση και κατάχρηση. Τα πρότυπα-δημιουργήματα των διαφημιστών ανά τον κόσμο είναι πολύ εύκολο να αναθεωρηθούν και ο ψεύτικος κόσμος τους να καταρρεύσει. Φανταστείτε απλά πόσο γελοίο θα ήταν αν οι ρόλοι αντρών και γυναικών στη διαφήμιση άλλαζαν. Κι αν δεν μπορείτε να το φανταστείτε, σας βοηθάει το παρακάτω video: