27.11.12

Ήταν ένα μικρό καράβι…


Το καράβι μπάζει νερά. Όλοι πανικοβάλλονται αλλά δεν κουνιέται κανείς. Θες το σοκ, θες η συνήθης ψευδαίσθηση πως όλα τα κακά συμβαίνουν στους άλλους αλλά ποτέ σε εμάς. Όπως και να’χει, το καράβι μπάζει νερά και δεν κουνιέται κανείς. Ίσως να μην τολμάει κιόλας, γιατί αν το ξεστομίσει, τότε θα είναι αλήθεια, το πρόβλημα θα είναι εκεί και θα πρέπει να το αντιμετωπίσει, να τρομάξει, να αγχωθεί.

Λίγη ώρα μετά, ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι. Σιγανά, συνομωτικά, ενοχικά. Θα βουλιάξουμε; Κάτι πρέπει να γίνει να μην βουλιάξουμε. Ο καπετάνιος δεν θα αφήσει να βουλιάξουμε. Δεν τον συμφέρει άλλωστε. Αν βουλιάξει το καράβι, θα πάρει μαζί του στον πάτο και όλους του τους θησαυρούς, αυτούς που τόσο καιρό μαζεύει και που είναι ό,τι πολυτιμότερο γι’αυτόν.

Οι ψίθυροι πυκνώνουν και γίνονται κουβέντες αγωνίας, απορίας, κριτικής. –Και τώρα τι θα γίνει; –Μα καλά, πως άρχισε έτσι ξαφνικά να μπάζει νερά το καράβι; Τόσο καιρό καλά δεν αρμένιζε στις θάλασσες; –Φταίει ο καιρός! Τέτοιες θύελλες και φουρτούνες δεν είχε ξανασυναντήσει αυτό το καράβι. Ήρθαν ξαφνικά και ισοπεδώνουν ό,τι βρεθεί στο διάβα τους. Ξέρεις πόσα καράβια έχουν βουλιάξει;

Ακόμη μεγαλύτερος τρόμος, αγωνία, ανασφάλεια. –Δηλαδή άμα βουλιάξουμε, δεν θα βρούμε άλλο καράβι να μας σώσει; –Έτσι λένε. Έχουν μείνει πολύ λίγα στην περιοχή. Όσα πρόλαβαν, βάλανε πλώρη για άλλες θάλασσες και όσα μείναν και παλεύουν με τα κύματα, δεν χωράνε και πολλούς ακόμα.

–Μα να έρχεται ο καπετάνιος με τους πρώτους μηχανικούς. –Τι λέει; –Λέει πως τα αμπάρια τρύπησαν και μπάζουν νερά και πως για να μην βουλιάξουμε, θα πρέπει να ξεφορτωθούμε βάρος που μας τραβάει στο βυθό. –Και τι θα κάνει; Θα πετάξει στη θάλασσα κανά σεντούκι με χρυσάφι; Αυτά είναι τα πιο βαριά. ­­–Δεν ξέρω. Θα το συζητήσει λέει με τους μηχανικούς του να βρούνε μια λύση.

–Προς το παρόν οι μούτσοι προσπαθούν να μπαλώσουν τις τρύπες όπως όπως για να συνεχίσουμε την πορεία μας. –Μα καλά, πως έγιναν τόσο μεγάλες τρύπες; Γίνεται με μια τρικυμία, όσο μεγάλη κι αν είναι, να δημιουργηθούν τέτοιες ζημιές από τη μια μέρα στην άλλη; –Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ γι’ αυτό πήγα στ’ αμπάρια να τις δω με τα μάτια μου. Και ξέρεις τι είδα; Οι τρύπες είναι μεγάλες, αλλά δεν τις έκαναν τα κύματα, αυτά απλά τις μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο. Το σκαρί ήταν σάπιο. Είχε αρχίσει να λιώνει καιρό τώρα και με κάθε κύμα όλο και μεγάλωνε η καταστροφή. Έτσι, τώρα που πέσαμε στη μεγάλη τρικυμία, δεν άντεξε.

–Και οι πρώτοι μηχανικοί τι κάνανε τόσο καιρό; Δεν έβλεπαν πως υπήρχε πρόβλημα; –Άλλοι το έβλεπαν αλλά δεν φαντάζονταν ότι θα οδηγούσε στην καταστροφή, άλλοι δεν το έβλεπαν γιατί ήταν πολύ απασχολημένοι με τις εργασίες τους και θέλαν να κάνουν καλή εντύπωση στον καπετάνιο και άλλοι πάλι το έβλεπαν αλλά δεν τους ένοιαζε γιατί έχουν βλέπεις κρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι τους το σωσίβιο και νομίζουν πως ό,τι κι αν συμβεί, αυτοί θα σωθούν.

–Μα αν προειδοποιούσαν, αν προσπαθούσαν να διορθώσουν το πρόβλημα όταν ήταν ακόμη μικρό, αν συμβούλευαν σωστά τον καπετάνιο, δεν θα φτάναμε ως εδώ. –Το ξέρω. Μα να, βγήκε πάλι ο καπετάνιος. Κάτσε να δούμε τι αποφάσισαν.

Και ο καπετάνιος είπε: –Όπως έχετε καταλάβει, η φουρτούνα είναι μεγάλη και άνοιξε τρύπες στο καράβι. Τα αμπάρια μπάζουν νερά. Για να μην βουλιάξουμε, θα πρέπει κάποιοι από εσάς να φύγουν με τις βάρκες για να μειωθεί το βάρος. Οι υπόλοιποι θα πρέπει να πετάξετε στη θάλασσα ένα μεγάλο μέρος από τα προσωπικά σας αντικείμενα για να μειωθεί ακόμη περισσότερο το βάρος και να κοιτάξετε να αναλάβετε και τα πόστα όσων φύγουν. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να πλέουμε.

Οι μηχανικοί άρχισαν να διαλέγουν αυτούς που θα φύγουν.

–Μα τι κάνει; Έχει τρικυμία και καράβια δεν υπάρχουν εδώ τριγύρω. Κάποιοι από αυτούς που θα φύγουν, θα πνιγούν στη θάλασσα κι οι υπόλοιποι ένας Θεός ξέρει πότε θα ξαναντικρύσουνε καράβι να τους πάρει. Κι οι άλλοι; Πως θα επιβιώσουν πάνω στο καράβι άμα πετάξουν το μεγαλύτερο μέρος από τα προσωπικά τους αντικείμενα; Μα γιατί δεν πετάει ένα μέρος από τους θησαυρούς του στη θάλασσα; Έτσι θα σωνόμασταν όλοι! –Πλάκα κάνεις; Να νοιαστεί για μερικούς ασήμαντους μούτσους και να αποχωριστεί τους θησαυρούς του;

–Μα φεύγουνε πολλοί. Άμα φύγουν όλοι αυτοί, πως θα δουλέψει το καράβι; Πως θα διορθωθούν οι ζημιές; Πως θα προχωρήσει πρόσω ολοταχώς; Τα καράβια δεν κινούνται από μόνα τους. Οι άνθρωποι κινούν τα καράβια.

–Έτσι είναι όπως τα λες και δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά μας βλέπω να πλησιάζουμε επικίνδυνα κοντά στα βράχια. Κι αν τσακιστούμε εκεί, τότε δεν θα σώσουν κανέναν ούτε τα σωσίβια, ούτε οι θησαυροί.

9.10.12

Μια απλή εκδρομή


Αποφασίζω κι εγώ να πάω ένα Σαββατοκύριακο στην Τήνο (Μεγάλη η Χάρη της), που έχω χρόνια να πάω και που αφενός μου θυμίζει παιδικά χρόνια, αφετέρου μου δίνει την ψευδαίσθηση πως πλησίασα πιο κοντά στις καλές θέσεις του παραδείσου.

Εγώ μια φορά, σαν εκδρομή το είδα, ευκαιρία για διημεράκι σε νησί μέσα στον Οκτώβρη. Απόδραση από την καθημερινότητα και ευκαιρία για χαλάρωση και περισυλλογή.

Προφανώς όμως πολύς κόσμος είχε τις ίδιες ανάγκες. Με μεγάλη μου έκπληξη και μεταξύ νύστας και πείνας από το πρωινό ξύπνημα (05.00π.μ.) παρατηρώ πως το καράβι (εκείνο το μεγάλο το blue star), όχι μόνο είναι γεμάτο αλλά δεν βρίσκεις χώρο ούτε για να κάτσεις όρθιος. Κι ενώ 10 μέρες πριν, αυτό μάλλον θα ήταν αναμενόμενο θέαμα, αρχές Οκτώβρη και σε βάθος κρίσης, μπορώ να πω πως σοκαρίστηκα λίγο.

Παρόλο λοιπόν το στριμωξίδι για το οποίο δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη, έκανα ένα καλό ταξίδι και έφτασα στον προορισμό μου. Σημειωτέον πως ο κόσμος στο πλοίο ήταν σχεδόν ισομοιρασμένος στα τρία νησιά του δρομολογίου (Σύρος, Τήνος, Μύκονος).
Αδειάζουμε λοιπόν στη Τήνο και αντικρίζω αυτό ακριβώς για το οποί υπέμεινα 5 ώρες το καράβι, ηρεμία, χαλάρωση και νησιώτικη ατμόσφαιρα. Παρεμπιπτόντως εγώ θυμάμαι όταν πήγαινα στην Τήνο πριν 15 χρόνια με τα σαπιοκάραβα, την ίδια ώρα κάναμε, τώρα με αυτά τα μεγαθύρια πάλι 5 ώρες; Λίγο πιο γρήγορα παρακαλώ!

Φτάνω στο ξενοδοχείο μπροστά στο λιμάνι και ανεβαίνω να ξεκουραστώ για καμιά ώρα. Όλα ήρεμα, όλα καλά. Τα κουδουνάκια από τις άμαξες και ο αέρας ακούγονται μόνο. Πολύ αέρας, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο. Λέω να βγω να φάω κάτι και να ανέβω σιγά σιγά μέχρι την εκκλησία, με την φωτογραφική στο χέρι και μεγάλη διάθεση για τουρισμό. Τα θρησκευτικά μου καθήκοντα θα τα εκτελούσα την επομένη. Κυριακή. Μέγα λάθος.

Η βόλτα μου στην ανηφοριά με τα μικρομάγαζα που οδηγεί στο πανέμορφο κτίσμα με την εκκλησία της Παναγίας της Ευαγγελιστρίας ήταν μοναδική. Ένιωθα πως έκανα δεύτερες διακοπές. Βέβαια δεν θα μπορούσα να μην σκεφτώ με λίγη απέχθεια όλη αυτή την εμπορευματοποίηση της θρησκείας και κυρίως της ανθρώπινης ανάγκης αλλά η γραφικότητα του τοπίου με μετέφερε σε πιο αγνές σκέψεις.

Και φτάνω στον ναό όπου μπαίνω με ανυπομονησία να προσκυνήσω τη διάσημη εικόνα. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, η εικόνα ήταν καλυμμένη στην κυριολεξία ολόκληρη με διαμάντια και άλλα πολύτιμα κοσμήματα και αντικείμενα τα οποία κάλυπταν ολοκληρωτικά όλες τις μορφές. Σκύβοντας κοντά να προσκυνήσω, προσπαθούσα μάταια να ξεχωρίσω έστω μία μορφή μέσα από τα τεράστια κολιέ και τα πετράδια, μάταια.

Σήκωσα το κεφάλι μου αγανακτισμένη και γύρισα να φύγω. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει όλα αυτά να σκεπάζουν την εικόνα. Είναι γνωστό πως αυτή η εικόνα δέχεται τα μεγαλύτερα και τα περισσότερα τάματα από οποιαδήποτε άλλη, αλλά για μένα είναι απαράδεκτο να με υποχρεώνουν να προσκυνώ ένα μάτσο κοσμήματα αντί για τις μορφές της αγιογραφίας για την οποία ήρθα. Δυστυχώς αυτό που είδα δεν ήταν θρησκευτική εικόνα, ήταν προθήκη κοσμημάτων.

Παρόλα αυτά είπα να μην πτοηθώ και να κατέβω στο λιμάνι να πιω έναν καφέ. Την επομένη που θα πήγαινα στη λειτουργία ίσως τα έβλεπα όλα αυτά με άλλο μάτι.

Και η επομένη ήρθε, κι εγώ σηκώθηκα για άλλη μια φορά πρωί πρωί και ξεκίνησα να πάω να εκκλησιαστώ και να κοινωνήσω. Μια όμορφη Κυριακή με έναν υπέροχο καιρό. Φτάνω στην εκκλησία και είναι λες κι έχω μεταφερθεί στο χρόνο. Ούτε 15αύγουστο τέτοια πράγμα. Τεράστιες ουρές που περιμένουν. Τι περιμένουν όλοι αυτοί;;; Προσπαθώ να βρω κάποιον να ρωτήσω τι γίνεται και αν θα πρέπει να περιμένω όλη αυτή την ουρά για να κοινωνήσω. Βρίσκω κάποιον στα γραφεία διοικήσεως(;) στο κτήριο και τον ρωτώ. Μου εξηγεί πως η ουρά είναι για το προσκύνημα της εικόνας και αν θέλω μόνο να κοινωνήσω μπορώ απλά να πάω από μια πλαϊνή πόρτα.

Έτσι κι έκανα αλλά όχι πως εκεί τα πράγματα ήταν καλύτερα. Το σπρώξιμο και το πάτημα που έφαγα όση ώρα περίμενα μέσα στην εκκλησία, δεν το έχω φάει ούτε στο μετρό, ούτε καν σε συναυλία. Γιατί κάποιοι νομίζουν πως σπρώχνοντας θα πάνε πιο γρήγορα; Έβλεπες κάτι ηλικιωμένες κυριούλες οι οποίες  έσπρωχναν, πάταγαν και προσπαθούσαν με τον πιο ύπουλο τρόπο να σου πάρουν τη σειρά.

Δεν θα κάτσω να σχολιάσω τους τρόπους του καθενός αλλά ειλικρινά αυτό που με τρελαίνει  είναι πως αυτές οι κυριούλες έχουν την ψευδαίσθηση πως είναι καλοί άνθρωποι επειδή πάνε στην εκκλησία. Τώρα βέβαια αν σε σκοτώσουν για να σου πάρουν τη θέση μέσα σε αυτή την εκκλησία, αυτό είναι άλλο θέμα. Σημασία έχει ότι πάνε στην εκκλησία(!)

Εμένα όμως δεν μου αρκεί να πάω στην εκκλησία για το θεαθήναι. Όταν θα πάω θα το κάνω επειδή το θέλω και θα σημαίνει κάτι γι’αυτό και θέλω να το κάνω με την ανάλογη ψυχολογία. Αν είναι να αγανακτώ, να σιχτιρίζω και να βρίζω από μέσα μου, τότε άστο καλύτερα. Τελικά όλοι αυτοί που βρίσκονται τακτικά μέσα στις εκκλησίες, το Θεό μέσα τους τον έχουν βρει;

Ένα είναι σίγουρο για μένα. Ποτέ ξανά Κυριακή στην Τήνο!

15.9.12

Athens in Sketch










Διαδικτυακό reunion

Και κάθε φορά που λέω πως δεν υπάρχει πια λόγος να έχω λογαριασμό στο Facebook, κάτι γίνεται και αναθεωρώ...

..εκεί που πλέον το βρίσκω αφάνταστα βαρετό να χαζεύω τα posts του κάθε γνωστού και άγνωστου friend, και ακόμα πιο βαρετό να αναρτώ εγώ posts...

..εκεί που πιστεύω πως όντας χρήστης του Facebook από το 2007, τα έχω δει και τα έχω κάνει όλα και αυτή η εφαρμογή δεν έχει τίποτε παραπάνω να μου προσφέρει...

..εκεί που θεωρώ πως με όσους (ξεχασμένους και μη) γνωστούς ήταν να βρεθώ διαδικτυακά, έγινε, βρεθήκαμε, αυτοί είναι όλοι, δεν υπάρχουν άλλοι...

..ξαφνικά βλέπω το friend request που ποτέ δεν φανταζόμουν να δω και που με χαροποίησε ανέλπιστα περισσότερο από κάθε άλλο! (Το Facebook αρχίζει να ανεβαίνει ξανά στην εκτίμησή μου...)

Ο δάσκαλός μου από το δημοτικό! Μου φαίνεται απίστευτο, αφού μετά από τόσα χρόνια (που έχω σταματήσει να μετράω πλέον) ούτε εγώ η ίδια δεν θυμάμαι όλους τους δασκάλους και τους καθηγητές μου (αν και αυτός ο δάσκαλος είναι από αυτούς που πάντα θα θυμάμαι...).

Ποτέ όμως δεν περίμενα πως θα με θυμόταν αυτός, μετά από τόσο καιρό και τόσους μαθητές που πλάσθηκαν στα χέρια του μετά από μένα.

Κύριε Δημήτρη, χαίρομαι και συγκινούμαι ιδιαίτερα που με βρήκατε!

Τελικά το Facebook εκτός των άλλων περιττών, πραγματικά μας ενώνει, γι'αυτό λέω να συνεχίσω να είμαι μέλος αυτής της διαδικτυακής κοινότητας γιατί ποτέ δεν ξέρεις από πού μπορεί να σου έρθει το επόμενο απρόσμενο friend request...

31.8.12

Το μεθυσμένο τραγούδι

Το μεθυσμένο τραγούδι
 
Στα βάθη του μυαλού μου αναμοχλεύοντας
και ψάχνοντας τη ρίζα του κακού
τη σκέψη και το πείσμα μου παιδεύοντας
ανακαλύπτω άλλους εαυτούς

Βουτώ μέσα σε σκοτεινιές και όνειρα
και θύμησες παλεύω για να βρω
μα μοιάζουν όλα με στοιχειά απόκληρα
και μάταια νομίζω θα σωθώ

Το μυαλό μου μεθυσμένο
τριγυρνά και τραγουδάει
ψάχνει δρόμο απελπισμένο
για να πάψει να πονάει

Ακόμη και τα σύννεφα με πνίγουνε
κι ο ουρανός εμένανε κοιτά
κι ανάσα αν ζητήσω δεν μου δίνουνε
και η ψυχή μου πάει πιο χαμηλά

Οι σκέψεις μου παλεύουν με το άπειρο
σε άνισο αγώνα αντοχής
βυθίζομαι σε αλαφιασμένο όνειρο
κι αφήνομαι στους δρόμους της σιωπής

Το μυαλό μου μεθυσμένο
τριγυρνά και τραγουδάει
ψάχνει δρόμο απελπισμένο
για να πάψει να πονάει



© Copyright 2012 - Sophia Kourapidi

 

10.1.12

Φωτογραφία μου, αμαρτία μου...

Πόσες φορές είχα περπατήσει αυτή την παραλία. Από τη μιά άκρη ως την άλλη. Από το βράχο με τα «κέρατα», όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι, μέχρι το μικρό ακρωτήρι που συνόρευε με τη διπλανή παραλία. Το ψιλό χαλίκι που θρόιζε σε κάθε βήμα μου και ο απαλός παφλασμός του νερού, δημιουργούσαν την καταλληλότερη μουσική επένδυση για την παράσταση των σκέψεών μου. Όλοι οι προβληματισμοί, οι αναζητήσεις και οι αποφάσεις μου, είχαν πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη σκηνή. Σήμερα όμως, το θέατρο ήταν άδειο. Καμία παράσταση δεν διαδραματιζόταν στο κεφάλι μου. Οι σκέψεις είχαν σωπάσει και έκαναν αφωνία, προφανώς για να μαζέψουν δυνάμεις και να ξεχυθούν και πάλι μέσα στο μυαλό μου σε ανύποπτο χρόνο.

Για πρώτη φορά σεργιάνιζα αυτή την ακροθαλασσιά χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και για πρώτη φορά άρχισα να παρατηρώ γύρω μου. Συνηθισμένη στην εικόνα των σκουπιδιών παντού τριγύρω, ως κάτοικος μεγαλούπολης, δεν είχα προσέξει πως κοιτάζοντας λίγο την παραλία, μπορούσε κανείς να βρεί κάθε λογής αντικείμενο. «Μα γιατί; Γιατί οι άνθρωποι πετούν τα σκουπίδια τους οπουδήποτε εκτός από τους κάδους απορριμάτων;» αναρωτήθηκα. Και πάνω στην απορία μου, η ματιά μου πέφτει πάνω σε μια φωτογραφική μηχανή, μισοθαμμένη κάτω από πέτρες και άμμο. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στον σπασμένο της φακό μου κέντρισε το βλέμμα. Σκύβω για να την κοιτάξω καλύτερα και σκέφτομαι. «Σε τι μπορεί να υπήρξε μάρτυρας αυτή η φωτογραφική μηχανή και ο ιδιοκτήτης της αποφάσισε να την ξεφορτωθεί ευσπευσμένα;» Θυμήθηκα τα λόγια του παππού μου: «Στα σκουπίδια βρίσκει κανείς όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων».

Έμεινα να συλλογίζομαι την ιστορία αυτής της μηχανής και τους λόγους που την οδήγησαν να κείτεται παραπεταμένη σε κάποια παραλία. Ίσως ένα ζευγάρι τρελά ερωτευμένο, που είχε ανταλλάξει όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης και που στο πρώτο στραβοπάτημα του ενός ή του άλλου, ξέχασε τα πάντα και όρμησε σαν αρπακτικό να κατασπαράξει τον ίδιο του τον εαυτό. Και πάνω στη μάχη, ξεφορτώθηκε ό,τι θύμιζε τα πιο αγνά αισθήματά του. Ίσως δύο φίλοι που μεγάλωσαν μαζί, μάτωσαν τα γόνατά τους μαζί, νιώσαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μαζί, βαρέσαν προσοχές μαζί, ακολούθησαν τα όνειρά τους μαζί. Και που μία οικονομική διαφορά, σαν άλλη γυναίκα, μπήκε ανάμεσά τους και τους χώρισε για πάντα, κάνοντάς τους να μη θέλουν πλέον να δούν ούτε καν ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ένας άντρας, που αφιερώθηκε στο ρόλο του ως σύζυγος και πατέρας, που ξόδεψε όλη του την ενέργεια για να προσφέρει την αγάπη και τη φροντίδα του στην πολυαγαπημένη του σύζυγο και στα παιδιά του. Που θέλησε να δώσει σε αυτή τη γυναίκα ό,τι άυλο και υλικό θα μπορούσε ποτέ κανείς να της προσφέρει και που την τοποθέτησε στο υψηλότερο βάθρο της καρδιάς του. Και που τώρα ανακάλυψε πως αυτή τον απατάει. Όμως την αγαπάει πάρα πολύ ή ίσως ο ίδιος είναι πάρα πολύ αδύναμος για να αντικρύσει την αλήθεια και να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της κι έτσι προτιμάει να μην ξέρει, να προσποιείται πως δεν ξέρει και γι’αυτό πετάει όλες τις αποδείξεις που θα του υπενθυμίζουν πως ξέρει.

Ένας αθλητής, που κέρδισε πολλά χρυσά μετάλλια, αλλά που ο τελευταίος του αγώνας, τον άφησε με έναν βαρύ τραυματισμό που δεν θα του επιτρέψει να αγωνιστεί ξανά. Όλες οι θριαμβευτικές στιγμές, τα μετάλλια και οι φωτογραφίες με τους συναθλητές του δεν αποτελούν πια στιγμιότυπα χαράς, αλλά σημάδια που πονάνε και πρέπει να φύγουν. Οι άνθρωποι πετούν αυτά που δεν θέλουν να βλέπουν, να θυμούνται ή να ξέρουν. Ζούν με την ψευδαίσθηση του «στρουθοκαμηλισμού». «Αν δεν το βλέπω, δεν υπάρχει ή ακόμα καλύτερα, δεν υπήρξε ποτέ».

Πόσες αναμνήσεις, ιδέες και εμπειρίες δεν έχουν βρεθεί στα σκουπίδια. Κι όμως, σκέφτηκα, είναι κι αυτά κομμάτια της ζωής μας. Δεν μπορούμε να πετάμε ό,τι μας εκνευρίζει, μας φοβίζει ή μας θλίβει. Όλες οι στιγμές, καλές και κακές μας ανήκουν, είναι δικές μας. Γιατί τί θα μείνει τελικά; Λειψή ζωή, λειψός άνθρωπος. «Εγώ θέλω να κρατήσω όλα τα στιγμιότυπά μου» σκέφτηκα και έμεινα να κοιτάζω τον σπασμένο φακό. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκα, ξεθάβοντας μαζί και το κουφάρι της φωτογραφικής μηχανής. «Δεν ξέρω από τι ήθελε να γλυτώσει ο ιδιοκτήτης αυτής της μηχανής», μουρμούρισα «αλλά εγώ σίγουρα θέλω να γλυτώσω από τα σκουπίδια στις παραλίες» και μεμιάς πέταξα την φωτογραφική μηχανή -και όλες τις αμαρτίες της- στον κάδο απορριμάτων.