27.11.12

Ήταν ένα μικρό καράβι…


Το καράβι μπάζει νερά. Όλοι πανικοβάλλονται αλλά δεν κουνιέται κανείς. Θες το σοκ, θες η συνήθης ψευδαίσθηση πως όλα τα κακά συμβαίνουν στους άλλους αλλά ποτέ σε εμάς. Όπως και να’χει, το καράβι μπάζει νερά και δεν κουνιέται κανείς. Ίσως να μην τολμάει κιόλας, γιατί αν το ξεστομίσει, τότε θα είναι αλήθεια, το πρόβλημα θα είναι εκεί και θα πρέπει να το αντιμετωπίσει, να τρομάξει, να αγχωθεί.

Λίγη ώρα μετά, ακούγονται οι πρώτοι ψίθυροι. Σιγανά, συνομωτικά, ενοχικά. Θα βουλιάξουμε; Κάτι πρέπει να γίνει να μην βουλιάξουμε. Ο καπετάνιος δεν θα αφήσει να βουλιάξουμε. Δεν τον συμφέρει άλλωστε. Αν βουλιάξει το καράβι, θα πάρει μαζί του στον πάτο και όλους του τους θησαυρούς, αυτούς που τόσο καιρό μαζεύει και που είναι ό,τι πολυτιμότερο γι’αυτόν.

Οι ψίθυροι πυκνώνουν και γίνονται κουβέντες αγωνίας, απορίας, κριτικής. –Και τώρα τι θα γίνει; –Μα καλά, πως άρχισε έτσι ξαφνικά να μπάζει νερά το καράβι; Τόσο καιρό καλά δεν αρμένιζε στις θάλασσες; –Φταίει ο καιρός! Τέτοιες θύελλες και φουρτούνες δεν είχε ξανασυναντήσει αυτό το καράβι. Ήρθαν ξαφνικά και ισοπεδώνουν ό,τι βρεθεί στο διάβα τους. Ξέρεις πόσα καράβια έχουν βουλιάξει;

Ακόμη μεγαλύτερος τρόμος, αγωνία, ανασφάλεια. –Δηλαδή άμα βουλιάξουμε, δεν θα βρούμε άλλο καράβι να μας σώσει; –Έτσι λένε. Έχουν μείνει πολύ λίγα στην περιοχή. Όσα πρόλαβαν, βάλανε πλώρη για άλλες θάλασσες και όσα μείναν και παλεύουν με τα κύματα, δεν χωράνε και πολλούς ακόμα.

–Μα να έρχεται ο καπετάνιος με τους πρώτους μηχανικούς. –Τι λέει; –Λέει πως τα αμπάρια τρύπησαν και μπάζουν νερά και πως για να μην βουλιάξουμε, θα πρέπει να ξεφορτωθούμε βάρος που μας τραβάει στο βυθό. –Και τι θα κάνει; Θα πετάξει στη θάλασσα κανά σεντούκι με χρυσάφι; Αυτά είναι τα πιο βαριά. ­­–Δεν ξέρω. Θα το συζητήσει λέει με τους μηχανικούς του να βρούνε μια λύση.

–Προς το παρόν οι μούτσοι προσπαθούν να μπαλώσουν τις τρύπες όπως όπως για να συνεχίσουμε την πορεία μας. –Μα καλά, πως έγιναν τόσο μεγάλες τρύπες; Γίνεται με μια τρικυμία, όσο μεγάλη κι αν είναι, να δημιουργηθούν τέτοιες ζημιές από τη μια μέρα στην άλλη; –Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ γι’ αυτό πήγα στ’ αμπάρια να τις δω με τα μάτια μου. Και ξέρεις τι είδα; Οι τρύπες είναι μεγάλες, αλλά δεν τις έκαναν τα κύματα, αυτά απλά τις μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο. Το σκαρί ήταν σάπιο. Είχε αρχίσει να λιώνει καιρό τώρα και με κάθε κύμα όλο και μεγάλωνε η καταστροφή. Έτσι, τώρα που πέσαμε στη μεγάλη τρικυμία, δεν άντεξε.

–Και οι πρώτοι μηχανικοί τι κάνανε τόσο καιρό; Δεν έβλεπαν πως υπήρχε πρόβλημα; –Άλλοι το έβλεπαν αλλά δεν φαντάζονταν ότι θα οδηγούσε στην καταστροφή, άλλοι δεν το έβλεπαν γιατί ήταν πολύ απασχολημένοι με τις εργασίες τους και θέλαν να κάνουν καλή εντύπωση στον καπετάνιο και άλλοι πάλι το έβλεπαν αλλά δεν τους ένοιαζε γιατί έχουν βλέπεις κρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι τους το σωσίβιο και νομίζουν πως ό,τι κι αν συμβεί, αυτοί θα σωθούν.

–Μα αν προειδοποιούσαν, αν προσπαθούσαν να διορθώσουν το πρόβλημα όταν ήταν ακόμη μικρό, αν συμβούλευαν σωστά τον καπετάνιο, δεν θα φτάναμε ως εδώ. –Το ξέρω. Μα να, βγήκε πάλι ο καπετάνιος. Κάτσε να δούμε τι αποφάσισαν.

Και ο καπετάνιος είπε: –Όπως έχετε καταλάβει, η φουρτούνα είναι μεγάλη και άνοιξε τρύπες στο καράβι. Τα αμπάρια μπάζουν νερά. Για να μην βουλιάξουμε, θα πρέπει κάποιοι από εσάς να φύγουν με τις βάρκες για να μειωθεί το βάρος. Οι υπόλοιποι θα πρέπει να πετάξετε στη θάλασσα ένα μεγάλο μέρος από τα προσωπικά σας αντικείμενα για να μειωθεί ακόμη περισσότερο το βάρος και να κοιτάξετε να αναλάβετε και τα πόστα όσων φύγουν. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε να πλέουμε.

Οι μηχανικοί άρχισαν να διαλέγουν αυτούς που θα φύγουν.

–Μα τι κάνει; Έχει τρικυμία και καράβια δεν υπάρχουν εδώ τριγύρω. Κάποιοι από αυτούς που θα φύγουν, θα πνιγούν στη θάλασσα κι οι υπόλοιποι ένας Θεός ξέρει πότε θα ξαναντικρύσουνε καράβι να τους πάρει. Κι οι άλλοι; Πως θα επιβιώσουν πάνω στο καράβι άμα πετάξουν το μεγαλύτερο μέρος από τα προσωπικά τους αντικείμενα; Μα γιατί δεν πετάει ένα μέρος από τους θησαυρούς του στη θάλασσα; Έτσι θα σωνόμασταν όλοι! –Πλάκα κάνεις; Να νοιαστεί για μερικούς ασήμαντους μούτσους και να αποχωριστεί τους θησαυρούς του;

–Μα φεύγουνε πολλοί. Άμα φύγουν όλοι αυτοί, πως θα δουλέψει το καράβι; Πως θα διορθωθούν οι ζημιές; Πως θα προχωρήσει πρόσω ολοταχώς; Τα καράβια δεν κινούνται από μόνα τους. Οι άνθρωποι κινούν τα καράβια.

–Έτσι είναι όπως τα λες και δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά μας βλέπω να πλησιάζουμε επικίνδυνα κοντά στα βράχια. Κι αν τσακιστούμε εκεί, τότε δεν θα σώσουν κανέναν ούτε τα σωσίβια, ούτε οι θησαυροί.