10.1.12

Φωτογραφία μου, αμαρτία μου...

Πόσες φορές είχα περπατήσει αυτή την παραλία. Από τη μιά άκρη ως την άλλη. Από το βράχο με τα «κέρατα», όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι, μέχρι το μικρό ακρωτήρι που συνόρευε με τη διπλανή παραλία. Το ψιλό χαλίκι που θρόιζε σε κάθε βήμα μου και ο απαλός παφλασμός του νερού, δημιουργούσαν την καταλληλότερη μουσική επένδυση για την παράσταση των σκέψεών μου. Όλοι οι προβληματισμοί, οι αναζητήσεις και οι αποφάσεις μου, είχαν πρωταγωνιστήσει σε αυτή τη σκηνή. Σήμερα όμως, το θέατρο ήταν άδειο. Καμία παράσταση δεν διαδραματιζόταν στο κεφάλι μου. Οι σκέψεις είχαν σωπάσει και έκαναν αφωνία, προφανώς για να μαζέψουν δυνάμεις και να ξεχυθούν και πάλι μέσα στο μυαλό μου σε ανύποπτο χρόνο.

Για πρώτη φορά σεργιάνιζα αυτή την ακροθαλασσιά χωρίς να σκέφτομαι τίποτα και για πρώτη φορά άρχισα να παρατηρώ γύρω μου. Συνηθισμένη στην εικόνα των σκουπιδιών παντού τριγύρω, ως κάτοικος μεγαλούπολης, δεν είχα προσέξει πως κοιτάζοντας λίγο την παραλία, μπορούσε κανείς να βρεί κάθε λογής αντικείμενο. «Μα γιατί; Γιατί οι άνθρωποι πετούν τα σκουπίδια τους οπουδήποτε εκτός από τους κάδους απορριμάτων;» αναρωτήθηκα. Και πάνω στην απορία μου, η ματιά μου πέφτει πάνω σε μια φωτογραφική μηχανή, μισοθαμμένη κάτω από πέτρες και άμμο. Η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στον σπασμένο της φακό μου κέντρισε το βλέμμα. Σκύβω για να την κοιτάξω καλύτερα και σκέφτομαι. «Σε τι μπορεί να υπήρξε μάρτυρας αυτή η φωτογραφική μηχανή και ο ιδιοκτήτης της αποφάσισε να την ξεφορτωθεί ευσπευσμένα;» Θυμήθηκα τα λόγια του παππού μου: «Στα σκουπίδια βρίσκει κανείς όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων».

Έμεινα να συλλογίζομαι την ιστορία αυτής της μηχανής και τους λόγους που την οδήγησαν να κείτεται παραπεταμένη σε κάποια παραλία. Ίσως ένα ζευγάρι τρελά ερωτευμένο, που είχε ανταλλάξει όρκους αιώνιας αγάπης και αφοσίωσης και που στο πρώτο στραβοπάτημα του ενός ή του άλλου, ξέχασε τα πάντα και όρμησε σαν αρπακτικό να κατασπαράξει τον ίδιο του τον εαυτό. Και πάνω στη μάχη, ξεφορτώθηκε ό,τι θύμιζε τα πιο αγνά αισθήματά του. Ίσως δύο φίλοι που μεγάλωσαν μαζί, μάτωσαν τα γόνατά τους μαζί, νιώσαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα μαζί, βαρέσαν προσοχές μαζί, ακολούθησαν τα όνειρά τους μαζί. Και που μία οικονομική διαφορά, σαν άλλη γυναίκα, μπήκε ανάμεσά τους και τους χώρισε για πάντα, κάνοντάς τους να μη θέλουν πλέον να δούν ούτε καν ο ένας το πρόσωπο του άλλου.

Ένας άντρας, που αφιερώθηκε στο ρόλο του ως σύζυγος και πατέρας, που ξόδεψε όλη του την ενέργεια για να προσφέρει την αγάπη και τη φροντίδα του στην πολυαγαπημένη του σύζυγο και στα παιδιά του. Που θέλησε να δώσει σε αυτή τη γυναίκα ό,τι άυλο και υλικό θα μπορούσε ποτέ κανείς να της προσφέρει και που την τοποθέτησε στο υψηλότερο βάθρο της καρδιάς του. Και που τώρα ανακάλυψε πως αυτή τον απατάει. Όμως την αγαπάει πάρα πολύ ή ίσως ο ίδιος είναι πάρα πολύ αδύναμος για να αντικρύσει την αλήθεια και να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της κι έτσι προτιμάει να μην ξέρει, να προσποιείται πως δεν ξέρει και γι’αυτό πετάει όλες τις αποδείξεις που θα του υπενθυμίζουν πως ξέρει.

Ένας αθλητής, που κέρδισε πολλά χρυσά μετάλλια, αλλά που ο τελευταίος του αγώνας, τον άφησε με έναν βαρύ τραυματισμό που δεν θα του επιτρέψει να αγωνιστεί ξανά. Όλες οι θριαμβευτικές στιγμές, τα μετάλλια και οι φωτογραφίες με τους συναθλητές του δεν αποτελούν πια στιγμιότυπα χαράς, αλλά σημάδια που πονάνε και πρέπει να φύγουν. Οι άνθρωποι πετούν αυτά που δεν θέλουν να βλέπουν, να θυμούνται ή να ξέρουν. Ζούν με την ψευδαίσθηση του «στρουθοκαμηλισμού». «Αν δεν το βλέπω, δεν υπάρχει ή ακόμα καλύτερα, δεν υπήρξε ποτέ».

Πόσες αναμνήσεις, ιδέες και εμπειρίες δεν έχουν βρεθεί στα σκουπίδια. Κι όμως, σκέφτηκα, είναι κι αυτά κομμάτια της ζωής μας. Δεν μπορούμε να πετάμε ό,τι μας εκνευρίζει, μας φοβίζει ή μας θλίβει. Όλες οι στιγμές, καλές και κακές μας ανήκουν, είναι δικές μας. Γιατί τί θα μείνει τελικά; Λειψή ζωή, λειψός άνθρωπος. «Εγώ θέλω να κρατήσω όλα τα στιγμιότυπά μου» σκέφτηκα και έμεινα να κοιτάζω τον σπασμένο φακό. Με μια απότομη κίνηση σηκώθηκα, ξεθάβοντας μαζί και το κουφάρι της φωτογραφικής μηχανής. «Δεν ξέρω από τι ήθελε να γλυτώσει ο ιδιοκτήτης αυτής της μηχανής», μουρμούρισα «αλλά εγώ σίγουρα θέλω να γλυτώσω από τα σκουπίδια στις παραλίες» και μεμιάς πέταξα την φωτογραφική μηχανή -και όλες τις αμαρτίες της- στον κάδο απορριμάτων.